Φετιάλιοι

Φετιάλιοι
και Φιτιάλιοι και Φιτιαλεῑς και Φητιαλεῑς, οἱ, και τ. εν. Φητιάλιος, ὁ, Α
(στη Ρώμη) σώμα 20 ιερατικών αξιωματούχων που ήταν επιφορτισμένοι με τη διαχείριση διαφόρων θεμάτων διεθνών σχέσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Fetiales «ειρηνοποιοί, αυτοί που φέρουν σπονδές»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φετιαλίων — φετιάλιοι Fetiales masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φητιάλιος — ὁ, Α βλ. Φετιάλιοι …   Dictionary of Greek

  • Φητιαλείς — οἱ, Α βλ. Φετιάλιοι …   Dictionary of Greek

  • Φιτιαλείς — οἱ, Α βλ. Φετιάλιοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”